Ζήτα συγνώμη....

Γερμανία, χειμώνας του '89, Garmish-Partenkirchen. Σχόλασα απο το εργοστάσιο στις 10, αλά λόγω του χιονιού και της BMW έκανα να φτάσω ...

Γερμανία, χειμώνας του '89, Garmish-Partenkirchen. Σχόλασα απο το εργοστάσιο στις 10, αλά λόγω του χιονιού και της BMW έκανα να φτάσω στο σπίτι πάνω απο μισή ώρα, και μιλάμε για μια απόσταση εφτά χιλιομέτρων συνολικά. Ζούσα σε ένα σπίτι, με κάτι τοίχους ένα μέτρο πάχος, σαν το κάστρο των ιπποτών της Ρόδου..στο ένα και μοναδικό δωμάτιο που νοίκιαζα και έμενα, τα παράθυρα είχαν θαμπώσει απο τον πάγο. Μέσα έκαιγε μια σόμπα πετρελαίου, μα έκανε τόσο ψόφο, που προτιμούσε η μαλάκω να ζεσταθεί η ίδια, αντί να ζεστάνει το δωμάτιο και μένα. Έκανες "χου" και η ανάσα σου έπεφτε στο πάτωμα παγωμένη..Έκαιγε ένα μπιτόνι τη μέρα ..κι άλλο ένα τη νύχτα.. Έκανα ένα ζεστό ντούζ και έπεσα βιαστικά να κοιμηθώ, σκεπάζοντας μέχρι και το κεφάλι μου μπας και ζεσταθώ με την ανάσα μου, μιας και απο την σόμπα δεν περίμενα οίκτο. Το τηλέφωνο το είχα πέντε πόντους απο το χέρι μου δίπλα, αν χτυπούσε να το άρπαζα στα γρήγορα μην παγώσει το χέρι μου. Η αλήθεια ήταν πως, εκτός που δεν χτύπαγε ποτέ, έξω έκανε λιγώτερο κρύο απο ότι μέσα στο σπίτι. Απο τη μιά έβριζα την ώρα και τη στιγμή που ήρθα Γερμανία, κι απο την άλλη πάλι με παρηγορούσε το γεγονός πως θα έμενα για πάντα νέος, χωρίς να γεράσω ποτέ μου. Πώς να γεράσεις με τόσο κρύο άλλωστε, αφού το κρέας διατηρείται πάντα φρέσκο στην κατάψυξη. Και Ώ! του θαύματος...ντρίννννννννν....χτύπησε το σαχλοκούδουνο.. Ποιός πού***ς τέτοια ώρα, είχε πάει βλέπεις έντεκα και βάλε. Εμπρός; Έλα, Νίκο; εγώ είμαι, ο Μανώλης.. Τι έγινε ρε Μανώλη; στον ύπνο σου με έβλεπες; Ναι! Σώπαινε ρε, ήταν καλό το όνειρο τουλάχιστον; Εφιάλτης.. Λέγε, τι έγινε, ήθελες τίποτε; Νίκο σώσε με.. Έλα κι άσε τα χαζά, τί έπαθες; Με κυνηγάει ο γείτονάς μου να με δείρει..έμπλεξα άσχημα..θα με σκοτώσει.. Γιατί; όλο απορία εγώ και ανησυχία συνάμα. Βλέπεις, δεν είναι που ο Μανώλης είναι "αδερφός" μου, μεγαλώσαμε και μαζί στο χωριό..όσο να 'ναι τον πονούσα πάντοτε και σαν ο "μεγαλύτερος" τον είχα χρεωθεί με 108 εφ όρου ζωής. Μόνον εγώ είχα το δικαίωμα να τον πλακώσω στις κλωτσοπατινάδες..κανείς άλλος θνητός. Τι γιατί..πού να στα λέω.. Αμ, θα μου τα πεις..αρχίνα, τι έκανες ρε μαλάκα; πού έμπλεξες αυτή τη φορά; Είπα κάτι μαλακίες...ξέρεις... Όχι Μανώλη, δεν ξέρω...Τι είδους μαλακίες είπες; Ε..να...είπα.. Για την γυναίκα του μήπως τίποτε; Ναι...πού το κατάλαβες; Επειδή σε ξέρω Μανώλη, απο κεί το κατάλαβα..και τι είπες; Να..ότι...ξέρεις... Ότι την πήδηξες; Ναι...πού το κατάλαβες; Τί του λές τώρα.. Έλα ντε; που το κατάλαβα; και δε μου λές; πού κοκορεύτηκες και τα έμαθε; Σε κάτι φίλους...και κάποιος απ' αυτούς του το είπε.. Πρώτον, αν ήταν φίλοι σου όντως, θα σου λέγανε να το βουλώσεις πριν ακόμη ανοίξεις το στόμα σου, για να σε προστατέψουν απο την ηλιθιότητά σου. Δεύτερον, αν ήταν φίλοι σου, δεν θα το σφυρίζανε στον άντρα της. Και τρίτον; αμολάει την ερώτηση επειδή άργησα να απαντήσω.. Τρίτον ρε μαλάκα δεν έχει, να διαλέγεις καλύτερα τους φίλους σου απλά, και να μη λές μαλακίες για ξένες γυναίκες. Ακόμα και να την πηδούσες, δεν σε τιμάει καθόλου να την ξεμπροστιάζεις μια γυναίκα για να παραστήσεις τον γαμίκουλα και ντεμέκ στους καραγκιόζηδες που συνερίζεσαι. Οι άντρες δεν φαίνονται απο το πόσες πηδάνε, αλά απο τον χαρακτήρα τους. Την προστατεύεις πάντα μια γυναίκα, δεν την ξεφωνίζεις..το κατάλαβες αυτό; Το κατάλαβα αλά..τώρα είναι αργά..την έκανα τη μαλακία μου.. Και τώρα τι θέλεις απο μένα.. Να...άμα μπορούσες...λέω, άμα.. Τι ρε Μανώλη; Να, λέω, αν μπορούσες να έρθεις εδώ και να του μιλήσεις.. Πότε; Τώρα ρε Νίκο...σου λέω θα με σκοτώσει, δεν μπορώ να βγώ απο το σπίτι, την έστησε καραούλι απ' έξω.. Φυλάει σκοπός; Πού θες να ξέρω, μόλις κάνω να ανοίξω την πόστα ανοίγει κι αυτός και αρχινάει τις βρισιές και τις απειλές..πές ρε; θα έρθεις; Πού ρε Μανώλη; τριακόσια χιλιόμετρα νυχτιάτικα με μισό μέτρο χιόνι πάνω στην autobahn; Έλα σιγά σιγά, μην τρέχεις.. Καλά..θα ντυθώ και θα έρθω, κι όποτε φτάσω.. Αν μπορούσε να μου φιλήσει τα πόδια μέσα απο το καλώδιο του τηλεφώνου, θα τα φίλαγε.. Σηκώθηκα όσο πιο βιαστικά μπορούσα, πτώμα απο τη δουλειά, παγωμένος σαν πάπια στην κατάψυξη, νυσταγμένος.. και ντύθηκα, ρίχνοντάς του ότι μπινελίκι μπορείτε να σκεφτείτε εσείς που τα διαβάζετε. Στο δρόμο ένοιωθα πως οδηγούσα σε σεληνιακό τοπίο. Έρημοι δρόμοι, ολομόναχος, να οδηγάω και να μην βλέπω άλλα αυτοκίνητα..Άρχισα να σκέφτομαι, χαζοί είναι οι άνθρωποι με τέτοιο καιρό, να αφήσουν τη ζεστασιά του σπιτιού τους και να πάρουν τους δρόμους σαν τρελοί; Ένας μονάχα μπορεί να είναι τόσο γκαντέμης και να 'χει τον δικό μου τον μαλάκα για ξάδερφο..εγώ! Έφτασα μετά απο πέντε περίπου ώρες σπίτι του..είχε αρχίσει να ψιλοχαράζει αμυδρά.. Με περίμενε ξύπνιος απο αγωνία μη μου συμβεί τίποτε στο δρόμο, είχε και μερικά καλά, μην τον αδικώ κι όλας. Καφέ θέλεις; Μανώλη, καφέ θέλω, αλά πρώτα θα μιλήσω στο γείτονά σου και μετά θα πιω καφέ. Και πές στην Έφη να στρώσει να κοιμηθώ ύστερα, γιατί αισθάνομαι σαν ζόμπι. Έγινε, αλά περίμενε να ξημερώσει..θα κοιμάται και είναι μαλάκας...άξεστος.. Θα δω τι είναι..δε μου λες; πώς τον λένε; Χρήστο... Οκ, και που μένει; Να δίπλα..αυτή η πόρτα.. Οκ, μπές μέσα και άσε με.. Μπήκε και έκλεισε κάνοντας ποιος ξέρει πόσες σκέψεις, μα φανερά ανακουφισμένος απο τον ερχομό μου. Βλέπεις τώρα πια δεν ένοιωθε μόνος, υπήρχα κι εγώ και ήμουν -όπως πάντα- έτοιμος να μπλεχτώ ξανά σε δική του υπόθεση και να κάνω τον μεσολαβητή, για να μην πω ..τον προστάτη του.. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα...σε λίγο ακούστηκε μια γυναικεία φωνή πίσω απο την πόρτα να ρωτάει ποιος είναι.. Ανοίξτε κυρία μου μισό λεπτό, μην τρομάζετε κι όλας, μα είναι ανάγκη να σας μιλήσω τώρα.. Άνοιξε διστακτικά η γυναίκα, και με κοίταξε με δυσπιστία και απορία συνάμα, θέλοντας να μάθει ποιος στο διάολο είμαι -και πολύ φυσικό άλλωστε- και τι στο διάολο θέλω και χτυπάω την πόρτα της τα άγρια χαράματα, κάτι επίσης απολύτως φυσικό. Είναι ο Χρήστος εδώ; την ρώτησα, χρησιμοποιώντας το όνομα του άντρα της να την κάνω να νοιώσει πιο ήρεμη. Ναί, κοιμάται, εδώ είναι.. Σε παρακαλώ, επειδή έρχομαι απο τριακόσια χιλιόμετρα μακρυά, κι έκανα πέντε ώρες ταξίδι μές τη νύχτα και είμαι πτώμα, ξύπνησέ τον σε παρακαλώ πολύ, είναι μεγάλη ανάγκη να του μιλήσω..γίνεται; Και ποιός να του πω πώς τον θέλει; Ο Νίκος πείτε του... Ποιός Νίκος; Σας παρακαλώ, πείτε του να έρθει, δεν με ξέρετε για να σας εξηγώ στην πόρτα και στα όρθια ποιός είμαι..της απάντησα χαμογελώντας υπομονετικά και με σιγανή φωνή. Την άκουγα να φωνάζει σιγανά τον άντρα της να ξυπνήσει.. Χρήστοκάποιος Νίκος σε ζητάει.. Ποιός Νίκος; Ξέρω 'γώ; ένας είναι στην πόρτα και σε θέλει.. Μου 'ρθε με τις πυτζάμες πρησμένος απο τον ύπνο, κοιτώντας με καχύποπτα.. Καλημέρα Χρήστο.. Καλημέρα..ποιός είσαι; Με λένε Νίκο και είμαι ο ξάδερφος του γείτονά σου, του Μανώλη Α! και τι θέλεις; Χρήστο, οδηγούσα πέντε ώρες και δεν έχω κοιμηθεί στάλα, μιάς και σε ξύπνησα, καφέ κάνεις; Καφέ; Ναι, να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε σαν φίλοι; Να πιούμε..Μαίρη κάνε καφέδες..έλα πάμε μέσα να κάτσουμε. Με οδηγούσε στο σαλόνι, μα προτίμησα να πάμε στην κουζίνα αν δεν είχε αντίρρηση μιας και καφέ δίχως τσιγάρο δεν πίνω. Δέχτηκε και κάτσαμε, ανάψαμε τσιγάρο και πιάσαμε συζήτηση να σπάσει ο πάγος, του στυλ, τι διαβολόκαιρος, απο πού ήρθα και έκανα πέντε ώρες, και πόσο χιόνι είχε στο δρόμο, μέχρι να έρθουν οι καφέδες, που δεν άργησαν. Κάθησε και η γυναίκα του μαζί μας και ανάψαμε τσιγάρο. Τότε μπήκα κατ' ευθείαν στο θέμα. Πές μου τι ακριβώς συνέβει και κυνηγάς τον Μανώλη Χρήστο. Δεν σου τα είπε; Μου είπε, αλά θέλω να ακούσω και την δική σου πλευρά. Και μου εξιστόρησε ο άνθρωπος λεπτομερώς τι παίχτηκε, και φρίκαρα. Βλέπεις, ο "μικρός" δεν μου τα είπε και τόσο λεπτομερώς. Δεν αδικούσα καθόλου τον Χρήστο που ήθελε να του τσαλακώσει τα μούτρα, εγώ ή κάποιος άλλος ίσως αντιδρούσαμε χειρότερα. Θα τον σκοτώσω..να λέει με φανερό μίσος ο Χρήστος..θα τον λιώσω..Έβλεπα πως πληγώθηκε ο εγωϊσμός του και ένα παραπάνω, τον πόνεσε το ότι ήταν γείτονες και κάνανε και παρέα. Τι να πω και τι να δικαιολογήσω.. Χρήστο, του είπα με σταθερή και ήρεμη φωνή, τον Μανώλη έχεις κάθε δίκιο να θέλεις να τον πλακώσεις, να τον λιώσεις και ότι άλλο αισθάνεσαι, δίκιο έχεις και δεν στο αρνιέται κανένας. Δεν μπορείς όμως να τον χτυπήσεις Χρήστο. Γιατί; Γιατί υπάρχω εγώ και δεν θα σε αφήσω. Έμεινε να με κοιτάζει, και αυτός και η γυναίκα του. Συνέχισα λοιπόν, συνεχίζοντας να κρατάω επιμελώς τη φωνή μου ήρεμη και φιλική όσο γινόταν. Δεν θα σε αφήσω, γιατί δεν μπορώ να σε αφήσω, έναν τον έχω και δεν μπορώ να δώ κάποιον να τον πειράζει ή να τον χτυπάει, κι εσύ το ίδιο θα έκανες για τον αδερφό σου. Κι εμένα σαν αδερφός μου είναι, κατάλαβέ με. Εγώ σε καταλαβαίνω, εσύ μπορείς να καταλάβεις εμένα όμως; Μπορώ, πίστεψέ με πως μπορώ και θα σου προτείνω κάτι. Τι; με ξανακοίταξε δύσπιστα πάλι.. Αφού θέλεις να ξεσπάσεις και αισθάνεσαι πως με το να τον δείρεις μονάχα θα πάρεις το αίμα σου πίσω, χτύπα εμένα, βάρα με όση δύναμη έχεις, θα κάτσω δίχως να πω λέξη μέχρι να ξεθυμάνεις, αλά αυτόν δεν θα τον πειράξεις, αυτόν θα τον δείρω εγώ. Με κοίταξε δίχως να μιλήσει για μερικά δευτερόλεπτα, και στο τέλος μου είπε.. Πώς να χτυπήσω εσένα, δεν μου έκανες τίποτε.. Ας είναι, σκέψου πως είμαι ο Μανώλης.. Τώρα με γάμησες...με βάρεσες στο φιλότιμο..μπορώ τώρα εγώ να σε χτυπήσω; Να τον συγχωρέσεις μπορείς Χρήστο; εσύ Μαίρη μπορείς; Δεν απάντησε κανείς τους..συνέχισα.. Αν σας ζητήσει και τους δυό συγνώμη, μπορείτε να του δώσετε το χέρι πάλι όπως παλιά και να τον συγχωρήσετε; μετάνοιωσε σαν σκυλί, ντρέπεται για αυτό που έγινε, θέλει να ζητήσει συγνώμη όχι απο φόβο μα γιατί μετάνοιωσε, απλά ντρέπεται να σας δεί στα μάτια, γι αυτό και μου ζήτησε να έρθω να σας μιλήσω εγώ. Μια πόρτα είστε, είναι κρίμα να είστε μαλωμένοι, όλοι κάνουμε λάθη, άλλοι μικρά άλλοι μεγάλα, αλίμονο αν δεν μας τα συγχωρούσαν ποτέ.. Πάλι δεν απάντησαν, μα αισθανόμουν πως τα λόγια μου έπιαναν τόπο σιγά σιγά.. Να του πω να έρθει; πέταξα την σπόντα.. Να του πείς..απάντησαν και οι δύο δειλά.. Σηκώθηκα και πήγα δίπλα. Μανώλη, έλα μαζί μου.. Πού; Στου Χρήστου Τι λές ρε Νίκο; χάζεψες; να γίνει κανένας σαματάς; Σαματάς δεν θα γίνει, θα σκύψεις το κεφάλι και θα ζητήσεις συγνώμη απο τα παιδιά, κι απ' τούς δύο. Δεν μίλησε, μίλησε η Έφη Καλά σου λέει Μανώλη, να πάς, πρέπει Πήγαμε, ο Μανώλης δεν μπορούσε να κοιτάξει κανέναν στα μάτια παρά μόνο εμένα. Ζήτησε συγνώμη απο την Μαίρη, και μετά απο τον Χρήστο, οι οποίοι ευγενικά και με σθένος την δέχτηκαν, προσφέροντάς του το χέρι τους. Ένοιωθα την ατμόσφαιρα αρκετά φορτισμένη συγκινησιακά, κι εγώ ήμουν στα τελευταία μου απο αντοχές για τέτοια, που πρότεινα να το διαλύσουμε να πάω για ύπνο.

Related

Serious 983356461615034126

Δημοσίευση σχολίου Default Comments

  1. Κοίτα να 'δεις. Τον ξέρεις τον Αντώνη Σουρούνη; Είχε γράψει τους "Παίκτες" και το "Μερόνυχτα Φρανκφούρτης". Το πρώτο ήταν όλο γραμμένο στον ενεστώτα, πρώτη φορά διάβαζα τέτοιο και το πήρα μονορούφι. Το γράψιμό σου θυμίζει έντονα Σουρούνη κι έχετε και βιώματα από τη Γερμανία κι οι δυο.
    Διαβάζοντας τούτες τις ιστορίες παρατηρώω ότι έχεις πένα, τα κείμενά σου έχουν αρχή, ειρμό και τέλος. Δε λέω που είσαι φτασμένος συγγραφέας (έτοιμος για ... Νόμπελ) λέω όμως ότι είσαι αρκετά κοντά. Η ζωή από τέτοιες μικρές ιστορίες είναι φτιαγμένη.
    Αν απόφευγες το τελικό ηθικό δίδαγμα (δεν είναι ... πιασάρικο στην εποχή μς), μάζευες τα γραφτά σου , τα χτένιζες και πήγαινες σ' ένα εκδοτικό οίκο, ίσως έτρωγες πόρτα. Επειδή, όπως διαπιστώνω, είσαι μαχητικός, θα πείσμωνες, θά 'λεγες "θα σας δείξω εγώ" και θά 'γραφες αριστουργήματα.
    Δεν πάω να σε βάλω μέσα αλλά σκέψου το λίγο, δε χάνεις τίποτα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. τέτοιες σκέψεις με τρομάζουν Σπύρο

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. άσε τα σάπια, μπορείς.
    Δεν προλαβαίνω να διαβάσω την τελευταία σου ανάρτηση αλλά θα επιστρέψω

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Χαχα, τρελή ιστορία, το κείμενο σούπερ!
    Θα συμφωνήσω με τον Σπύρο...δεν αρχίζεις να σκέφτεσαι σοβαρά την επίσκεψη στον εκδοτικό οίκο; (αν και...μέχρι φέτος που διάβασα εγώ το κείμενο, ίσως και να το ΄χεις κάνει-χιχι!)
    :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Από τότε πέρασαν 10 ολόκληρα χρόνια.. και ακόμη δεν το τόλμησα να κάνω το βήμα.

      Διαγραφή

emo-but-icon

Αναγνώστες

item