Το αυτόφωρο...(Αληθινή ιστορία)
Μπήκα στο σαραβαλάκι το N.S.U. χτυπώντας με δύναμη καμιά 7-8 φορές την πόρτα για να κλείσει...κόντεψα να σπάσω το παράθυρο, ο καθρέφτης όμω...
Κοιτάζω δεξιά, το ντουλαπάκι μισάνοιχτο πάλι.. (δεν θέλω να σας τρομάξω, μα το σαραβαλάμαξο, είχε μέχρι ντουλαπάκι -να χωρέσεις τρεις χαρτοπετσέτες...κάπως στριμώκολα μεν- αλλά είπαμε...).
Κάποτε ρώτησα τον Μανώλη τον ξάδερφό μου, που ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, "Ρε συ Μάνο; πόσα άλογα έχει ο κουβάς μου;" και μου απάντησε με εκείνη τη γαμημένη ετυμολογία και απάθειά του...
"Θα είχε 80 καινούργιο, τώρα θα 'χουν απομείνει καμιά 25-ριά.."
"Γιατί μονάχα τόσα ρε Μάνο; που έχουν πάει τα υπόλοιπα, για βοσκή;"
"Σίγουρα μερικά ψόφησαν, η ηλικία βλέπεις, έπειτα, σε κάτι συνεργεία που πήγε στην υπεραιωνόβια ζωή του του αντικαταστήσανε μερικά ψόφια με κάνα δυό μουλάρια, και 4-5 γαϊδάρους...τόσα μείναν, τι να σου κάνω..."
Που τότε λεφτά για αμάξι της προκοπής.. Στο πάτωμα, εκεί που θα 'πρεπε να ξεκουράζονται τα πόδια μου, εκείνο είχε...τρύπα..έβλεπα την άσφαλτο να περνάει κάτω απο τα πόδια μου. Ασε που με βόλευε τέλεια, γιατί απο εκεί πέταγα ο μούργος τα χαρτιά και τα άδεια πακέτα απο τσιγάρα (διότι το παράθυρο απο την δική μου μεριά, ...δεν άνοιγε)..
Απο το ντουλαπάκι ξεμυτούσε η άκρη απο τη θήκη ενός κρητικού μαχαιριού. Εκείνα τα διακοσμητικά, ξέρεις τώρα, με τσή μαντινάααααδες απο τη μια μεριά μωρέ κοπέλι, τσε απο την άααααλλη μια ορνιθοσκάλιστη λεβεντοζένα Κρήηηητη, τσε, Όπα, όπα, το αροπλάνο πέφτει! Το είχα ξεχασμένο στο αμάξι για πάνω απο 1,5 χρόνο. Τάχα μου θα το πήγαινα για τρόχισμα, διότι δεν έκοβε ούτε γιαούρτι...μα έμεινε εκεί να χάααασκει όοοοπα μωρέ τσε διάλε τσ' απολυμάαααρες σου!!
Στρίβω Αγίου Δημητρίου (βοήθειά σας, γιατί εμένα δεν με βοήθησε και τόσο...) , και φτάνω μετά απο λίγο στο ύψος του Σ. Σταθμού...δεξιά μου έχω την στάση του λεωφορείου, και απο πίσω, μπρος και αριστερά, πολιτικά της ασφάλειας...ΟΡΙΣΤΕ;;; Κοιτάζω καλύτερα...βλέπω έναν μπάτσο με πολιτικά στ' αριστερά μου να με χαιρετάει. Χαιρετάω κι εγώ τον μαλάκα, και προσπαθώ να καταλάβω γιατί ο μπροστινός μπάτσος φρενάρει δίχως αιτία σε άδειο δρόμο. Κοιτάζω πάλι τον μαλάκα στ' αριστερά που με σημαδεύει και....!??!???? ΜΕ ΣΗΜΑΔΕΥΕΙ???? Καλά, τι κάνει ο μαλάκας; Στη Νέα Υόρκη νομίζει ότι βρίσκεται; "Τι κάνεις με το πιστόλι στη μούρη μου ρε μαλάκα Ράμπε; " τον ρωτάω γεμάτος απορία.. "Σταμάτα αμέσως..." μου απαντάει.. ...κι εσείς θα σταματάγατε, αφού ούτε χώρο να την κάνω είχα...και με μισοψόφια 25 άλογα και δεν ξέρω πόσα γαϊδούρια...δεν τους ξεφεύγεις εύκολα. Και στο φινάλε, γιατί να μη σταματήσω ρε; έκανα τίποτε κακό; ...σταμάτησα λοιπόν. Για πότε πετάχτηκαν έξω όλοι οι Ράμποι, με τα πιστόλια στο χέρι, να φωνάζουν κάτι μαλακίες...
"βγές με τα χέρια ψηλά...ακίνητος, μην κουνιέσαι είπα..."
"και πως να βγω ρε μαλάκα δίχως να κουνηθώ;"
"ακίνητος, μην κουνιέσαι είπα..."
"Σιγά ρε ηρεμήστε! τον Ρωχάμη θαρρείτε πως πιάσατε; Μαλάκες;"
Ο ένας τους, του έχει βγει ο ώμος να προσπαθεί να ανοίξει την πόρτα μου... αμ δεν θέλει κόπο ρε Χάμπο, τρόπο θέλει, αλλιώς βλέπω να σου μακραίνει το χέρι σαν του χιμπαντζή...και του έμοιαζε πολύ, έτσι όπως πήδαγε σαν μαϊμούνι... και κάνω που λες απο μέσα ένα μαγικό, ..κλικ, και τού 'ρθε στη μούρη όλη η πόρτα με τη φόρα που την τράβαγε ο χάχας.
Και με τσουβαλιάζουν πάνω στο καπό του αμαξιού, και να κι οι χειροπέδες...αλλιώς θα τους έκανα τόπι στις κλωτσιές και τους 12 -το έχω δει σε ταινίες αμερικάνικες πως γίνεται...τι νομίσατε-.. κι εγώ να κοιτάζω δεξιά κι αριστερά... ΦΤΟΥ! γμ την γκαντεμιά μου...ο Θόδωρας ο -πρώην πια- κουνιάδος, στη στάση...πλησιάζει ενώ οι άλλοι με αλυσοδένουνε μην τους φύγω στα βουνά, και με ρωτάει..(μα πόσο βλάκας)..
"καλά ρε μαλάκα; τι έκανες;" -
"τίποτε ρε μαλάκα, τι να έκανα;"
"εμ, μέσα στη νύχτα είσαι...κάτι θα έκανες.." -
"ναι ρε, σκότωσα την πεθερά μου..τι θες εσύ τώρα;"
"ΤΗΝ ΜΑΝΝΑ ΜΟΥ ΡΕ;" με ένα πανηλίθιο ύφος έτοιμος να κλάψει... -
"ξέχασα, μάννα σου είναι! ναι ρε, την κοπάνησα με την τσάπα, και δίνε του τώρα μην πάρει κι εσένα ο διάολος στα χαστούκια, κι έχω βαρύ πόδι....αμόλα!"
Έμεινε να με κοιτάζει σαν χάχας, όπως με τσουβαλιάζανε οι μπάτσοι σε ένα απο τα σαράβαλα τους. Ένας απ' αυτούς μπήκε στην λιμουζίνα μου να την οδηγήσει στα γραφεία της ασφάλειας στο Βαρδάρη...έτσι ήλπιζε δηλαδή, γιατί με το που μπήκε τον άκουσα να πατάει κάτι βρισιές, του χώθηκε το ένα πόδι στην τρύπα βλέπεις και σφήνωσε, και ο μαλάκας δεν μπορούσε να το βγάλει. Πήγαν άλλοι δύο και τραβάγανε μαζί, μετά οι άλλοι με πήρανε και έφυγα, οπότε δεν ξέρω πόση ώρα παιδευόταν ο μπούλης με το πόδι του. Δεν ήξερε, δεν ρώταγε; Θα του το έλεγα ευχαρίστως (παπάρια θα του έλεγα δηλαδή, αν με ρώταγε, θα του έλεγα πώς να βάλει και τα δύο στην τρύπα) αλλά δεν πρόφτασα βλέπεις. Κοιτάζω τον συνοδηγό καλά καλά, ο γείτονάς μου ο Μάκης...
"ρε Μάκη; εσύ;" γυρίζει ο χοίρος και με κοιτάζει...
"ρε μαλάκα; εσύ είσαι;" και μου ρίχνει και μια σφαλιάρα...
"αυτή τη σφαλιάρα Μάκη αγόρι μου, ξινή θα στην βγάλω.."
Μετά απο ένα μήνα, είπανε, πως κάποιοι κάψανε έναν κάδο με απορρίμματα. Ναι, αλλά, είπανε επίσης πως, ακριβώς δίπλα του, ήταν ένα Τουότα Κορόλα, που κάηκε πιο γρήγορα απ' τον κάδο...δεν ξέρω, έτσι είπανε. Πάντως οι πινακίδες του ήταν απ' του Μάκη το αμάξι...είπανε. Μερικές συμπτώσεις είναι διαβολικές τελικά..τσκ τσκ τσκ! φαντάζεστε να φαντάστηκε ο Μάκης πως είχα καμία σχέση με το ατύχημα; ορίστε! να πως σου βγαίνει το όνομα στα καλά καθούμενα καμιά φορά.. Μάκη; όλα καλά θρεφτάρι μου; έλα ρε, λεφτά έχεις, σε τόσα μαγαζιά πουλάς προστασία και τα τσεπώνεις, πάρε άλλο...σιγά τώρα, πώς κάνεις έτσι, τσςςςς...ρε τον Μάκη, κρίμα το αμάξι ρε, πολύ στεναχωρήθηκα, ατυχίες, μα συμβαίνουν αυτά..έ Μάκη; εσύ να 'σαι καλά.
Απο την ανάκριση με πήγαν στα υπόγεια. Κατέβηκα...ούτε που θυμάμαι πόσες σκάλες...δεξιά κι αριστερά κελιά γεμάτα κόσμο και καπνούς, κάποιοι παίζανε χαρτιά και παραλίγο να πλακωθούν, κι εγώ ο κόπανος πήγα να κάνω πλάκα..
"ρε; κόφτε το μη φωνάξω την αστυνομία και σας μπουζουριάσει μαλάκες"
...χέσε μέσα, άμα είχανε όπλα πάνω τους, πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο κομάτι που θα έμενε απο μένα, το...κουμπί απ' το πουκάμισό μου. Πλάκες είναι αυτές; Πόντιε;
Το κελί ενάμιση επί δύο, με μια κουβέρτα βρωμερή απλωμένη στο τσιμέντο, ούτε μαξιλάρι, ούτε στρώμα, ούτε δεύτερη κουβέρτα να σκεπαστείς. Μου βγάλανε τα κορδόνια και τη ζώνη (τάχα μην αυτοκτονήσω λέει...) πάλι καλά που μου άφησαν το μπουφάν και σκεπάστηκα μ' αυτό, έχοντας για μαξιλάρι τα παπούτσια μου, που μοσχοβόλαγαν το νέο άρωμα του Nikolaj Tsilior "ψόφιο φίδι".
Θυμάμαι σε ένα ταξίδι με καράβι απο Βενετία για Ηγουμενίτσα, το σαλόνι είχε γεμίσει Τουρκαλάδες, ίχνος καμπίνας δεν υπήρχε. Κάποια στιγμή, βρήκα χώρο και ξάπλωσα σε έναν καναπέ, βγάζοντας τα παπούτσια μου. Ξύπνησα κατά τις 4 τα χαράματα απο το κρύο και ...ήμουν μόνος. Άφαντοι οι μεμέτηδες...ούτε ένας τριγύρω...να τι κάνει σκεύτηκα το άρωμα των ποδιών μου.
Τώρα όμως στο κελί, ήμουν ολομόναχος. Είπα να κάτσω στην κουβέρτα, απο σιχαμάρα γιατί δεν ήθελα να ξαπλώσω, πού ξέρω ποιος άπλυτος γιδογάμης ξάπλωσε την τελευταία φορά άλλωστε. ΄Εκατσα μα μου πάγωσε ο κώλος στο τσιμέντο. Ρε να γονατίσω λες; Αποκλείεται...
"εγώ δεν ζω γονατιστός, είμαι της γερακίνας γιος..."
Ε! ρε μάννα, έτσι και ήξερες που είμαι τώρα, σίγουρα θα γινόσουν γερακίνα και θα με αρχίναγες στις μπλαστριές, να κι αυτή, να κι εκείνη.. Κάποια ώρα έρχεται ένας φιλικός μπάτσος (πλάκα κάνω) και μου λέει,
"λεφτά έχεις;"
"έχω.."
" θα περάσει ένας γέρος σε λίγο να φέρει Κ.Ψ.Μ. θέλεις τίποτε να σου φέρει;"
"σαν τι να μου φέρει"
"ξέρω 'γώ; τσιγάρα, νερό, να φάς τίποτε...τι θέλεις"
"να φάω; έτσι όπως μου έγινε κόμπος το στομάχι; τσιγάρα αν γίνεται..."
"έγινε, πόσα;"
"μια κούτα Marllboro και έναν αναπτήρα, ή σπίρτα έστω.."
"έγινε, δώσε λεφτά..." Του έδωσα και την έκανε.
Πέρασαν ώρες ατέλειωτες, περιμένοντας με αγωνία τα τσιγάρα. Τόσες που, άρχιζα να αναρωτιέμαι αν ο γέρος που θα τα έφερνε ήταν ο Άγιος Βασίλης, κι αν θα κατάφερνε να έχει φτάσει μέχρι την πρωτοχρονιά, να ξέρω αν θ' αντέξω. Μετά απο ταχύτατο σέρβις 4-5 ωρών, κατέφτασε ο παππούς. Τρέχω στο παραθυράκι με αγωνία, τα παίρνω και περιμένω τον αναπτήρα...
"παππού; ο αναπτήρας;"
"ποιος αναπτήρας, δεν μου είπανε να φέρω αναπτήρα..." Κάγκελο εγώ...
"καλά ρε μάστορα, και πως θα ανάψω τσιγάρο;"
"εμένα ρωτάς;"
"έλα ντε ο μαλάκας...είδες;"
Και να πασχίζω να βρω τρόπο πως να ανάψω ένα τσιγάρο..έ ρε πούστη Mαγκάϊβερ, ότι χρειαζόσουν δίπλα σου το 'βρισκες.
Φώναξα τον δεσμοφύλακα, μπας και μου δώσει. Η απάντηση του όργανου ήταν, "λυπάμαι, δεν καπνίζω". Πριν όμως τον θυμάμαι που έβγαζε καπνούς απο τα αφτιά. Ούτε ο επόμενος κάπνιζε, και να μην τα πολυλογώ, κανένας δεν κάπνιζε, μα ούτε δέχτηκε να μου δώσει φωτιά, έστω απο κάποιον απο τα διπλανά κελιά, απ' όπου έβγαιναν ντουμάνια.
"δεν κάνει να ενοχλήσουμε τους κυρίους..."
ναί, ναί, έτσι μούπαν..τους κυρίους, ναί. Άρχισα κι εγω λοιπόν σαν σύγχρονος καουμπόης να ανοίγω τα πακέτα ένα ένα και να μασάω τον καπνό. Μάγκες, μιλάμε έφαγα πολύ πίκρα...ο γαμημένος ο καπνός δεν τρώγεται με τίποτα ρε σείς... Μασούσα και έφτυνα σαν χτικιάρης. Θυμήθηκα το ανέκδοτο με τον Πόντιο, που ζήτησε ένα κελί γεμάτο τσιγάρα για 12 μήνες, μα ξέχασε να ζητήσει αναπτήρα, μόνο που εμένα δεν μου δίνανε επίτηδες τα αρχίδια.
Αφού λοιπόν έφαγα 6-7 πακέτα, εμφανίζεται στο παραθυράκι μια φάτσα απ' το πουθενά..
"ρε φίλε; που σε ξέρω;"
"εμένα; "
"εσένα"
"αποκλείεται να με ξέρεις.."
"ονόματα δεν συγκρατώ, αλλά φάτσες δεν ξεχνάω ποτέ, κι εσένα σε ξέρω πολύ καλά.."
"λες να κάναμε μαζί φαντάροι; γιατί φυλακή πρώτη μου φορά μπαίνω"
"Ούτε το ένα ούτε το άλλο...τι δουλειά κάνεις;"
..τι του λες τώρα του μαλάκα; "τραγουδιστής είμαι"
"σοβαρά ρε;"
"ναι ΡΕ"
"που; σε ποιο μαγαζί τραγουδάς;"
" Στο χχχχχχχχχχ ..."
"άσε τις μαλακίες, εγώ εκεί είμαι οικογενειακώς κάθε Σάββατο, λέγε ποιος είσαι"
"ο Νίκος ο Ράμμος"
"όχι δικέ μου....εσύ είσαι ο Νίκος Ράμμος; και γιατί δεν σε γνωρίζω; εμείς για τον Ράμμο πάμε εκεί"
"έλα σε παρακαλώ, άσε τις μαλακίες, αν ερχόσουν για μένα θα με γνώριζες κι όλας"
"ρε συ, πάνω στην πίστα διαφορετικοί δείχνετε...ενώ εδώ μέσα τώρα..όχι δεν σε γνώρισα"
"ρε μεγάλε; μου φέρανε σανό να φάω μα δεν τρώγεται, φωτιά έχεις ν' ανάψω ένα τσιγάρο σαν άνθρωπος;"
"έχω πάρε...κράτα και τα σπίρτα να έχεις..." Τελικά υπάρχει Θεός, πιστέψτε με...εκείνη τη στιγμή ένοιωσα μια αγαλλίαση και μια συμπάθεια για τον άνθρωπο εκείνο, όχι γιατί με γνώριζε όπως ισχυριζόταν μα, με τον αυθορμητισμό του και επειδή ήρθε σε μια στιγμή όπου δεν άντεχα άλλο την πικρίλα του καπνού στο στόμα και το στομάχι μου.
"να 'σαι καλά αδερφέ, θα το θυμάμαι αυτό"
"Λοιπόν, επειδή αύριο σίγουρα θα βγεις και θα πας σπίτι σου -δεν έκανες και τίποτε άλλωστε- θα ιδωθούμε Παρασκευή ή Σαββάτο, θα έρθουμε σίγουρα"
"Να έρθετε όποτε θέλετε και ο λογαριασμός δικός μου.."
"Ποιος δικός σου ρε, άμα είσαι εσύ ο Ράμμος, θα έχεις 5 κιβώτια σαμπάνιες απο μένα και ένα τραπέζι δικούς σου πελάτες κάθε εβδομάδα να σου κάνουμε κατάσταση..."
Γέλασα, μα δεν είπα τίποτε...μα αυτός επέμενε..
"Κυριάκο με λένε, να με θυμάσαι, εγώ δεν ξεχνάω ποτέ.."
"έγινε ρε Κυριάκο, κι εγώ ότι λέω το κρατάω..θα σας περιμένω"
Έφυγε χαρούμενος, και έμεινα πάλι μονάχος, μα με μια αισιοδοξία μέσα μου και με μια αγαλλίαση, που είχα πλέον σπίρτα..
Προσπάθησα να κοιμηθώ, μα άδικος κόπος... Στο μυαλό μου τριγύριζαν χιλιάδες σκέψεις, αδύνατον να συγκεντρωθώ σε μόνο μια σκέψη. Σκεφτόμουν τους γονείς μου, την οικογένεια, τους συναδέλφους μου, τους φίλους μου...σκεφτόμουν πως διάολο κατάφερα και βρέθηκα εδώ μέσα..ένα κάρο σκέψεις.. Απο το παραθυράκι άκουγα ροχαλητά απο τους κυρίους τριγύρω μου, που κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου, ενώ εγώ ο μαλάκας δεν έλεγα να ηρεμήσω.. Επιτέλους ξημέρωσε... Έρχεται ένας μπάτσος και μου λέει:
"ετοιμάσου, θα πάμε στα δικαστήρια"
"Βέβαια, να ετοιμαστώ, να βάλω τα κοστούμια μου, τις γραβάτες μου...τι να ετοιμαστώ ρε μεγάλε, δώστε μου τα κορδόνια και τη ζώνη μου και...έτοιμος είμαι.."
Μου τα φέρανε και με πήγαν στο ισόγειο να περιμένω.. Έρχεται ξανά ο μπάτσμαν και μου λέει,
"περιμένουμε έναν ακόμα, θα πάτε μαζί..."
Αυτό δεν μου πολυάρεσε να σας πω την αλήθεια..δεν ξέρω το γιατί μα δεν.. Και άξαφνα, βλέπω να μου φέρνουν έναν άπλυτο γιδογάμη, έναν γυφτάκο, μαύρο σαν το σατανά, άπλυτο και να βρωμάει...και ΚΛΙΚ, τον δένουν στο αριστερό μου χέρι με την περίσσια χειροπέδα..
"Εεεεεπ...ρε μάστορα; τι γίνεται εδώ; αυτόνε τι μου τόνε χρεώσατε;"
"μαζί θα πάτε, με τα πόδια..."
"με τα πόδια στα δικαστήρια; απο εδώ ως εκεί με τα πόδια και μέσα στον κόσμο;"
"νέο παλληκάρι είσαι, δεν μπορείς να περπατήσεις 500 μέτρα;"
"Έλα μου λίγο να σου πω στο αυτί...τσιμπητέ"
'Ηρθε..."λέγε.."
"ξέρεις πόσα κιλά είμαι; 83..άμα κάνετε πως με πάτε με τα πόδια, μόλις βρεθούμε έξω μπροστά σε κόσμο, θα κάνω πως ζαλίζομαι και θα ξαπλώσω κάτω. Θα με κουβαλάτε αγκαλίτσα μετά, στ' ορκίζομαι σε ότι έχω ιερό πως θα σας το κάνω..Με αμάξι με φέρατε, οπότε, ή με πάτε και εκεί με αμάξι ή με πάτε αγκαλιά στα χέρια, διαλέξτε"
"Σοβαρά μιλάς;"
"Σου φαίνομαι πως σπάω πλακίτσα; με τα πόδια, και μ' αυτόνε εδώ τον χιμπαντζή δεμένο μαζί μου, δεν το κουνάω ρούπι απο δω μέσα... γιατί, τσίρκο το καταντήσαμε μου φαίνεται"
Φεύγει για λίγο...ο χιμπαντζής με κοιτάζει με κακία όλη αυτή την ώρα μα δεν βγάζει άχνα.. Τον έριχνα και στο μπόι κάμποσο, και σε όγκο τα ίδια, και μάλλον με φοβότανε. Κάποια στιγμή, τον βλέπω να προσπαθεί να ανάψει τσιγάρο, μα έπρεπε να συνεργαστώ κι εγώ κάπως να φτάσει τον αναπτήρα και να το ανάψει..Επίτηδες εγώ βάσταγα αλύγιστο και τεντωμένο κάτω το χέρι μου, αυτό που ήταν μαζί μου δεμένος. Κάνει να τραβήξει, στούρνος εγώ, ξανακάνει...τον κοιτάζω άγρια και του λέω με σιγανή σφυριχτή φωνή -σαν φίδι-
"με ρώτησες ρε κόπανε και προσπαθείς να ανάψεις τσιγάρο;"
Χέστηκε ο γυφτάκος...
"μι τσινκορής ρε φίλε..να ανάπτσω τέλω"
"Μην μου ξανακουνήσεις χαμένε το χέρι, θα στο κόψω απο τον ώμο κακομοίρη.."
Που να τολμήσει να ξανακουνηθεί..τον λυπόμουν απο μέσα μου μα δεν ήθελα να το ξέρει, άμα τους δίνεις το δάχτυλο, σου παίρνουν το χέρι...τέτοιοι είναι πάντοτε.Κάποτε, μετά απο 1-2 λεπτά, τόλμησε να με ρωτήσει
"γιατί σε πιάσανε ρε φίλε;"
"Σκότωσα τρεις που με νευρίασαν χτες..."
Χέστηκε ο άλλος...το πίστεψε..
"εγώ ένα παπάκι έκλεψα μονάχα ρε φίλε..ντέν έκανα τίποτε σπουντέο.."
"Ναι αλλά, με νευριάζεις κι εσύ, το ξέρεις; κουνιέσαι πολύ και τρελαίνομαι"
Άρχισε να τρέμει, έψαχνε τρόπο να φύγει απο κοντά μου, αμ έλα που ήταν μαζί μου δεμένος σαν Σιαμέζος..
"τέλεις τσιγάρο;" με ρώτησε με μια ικεσία στα μάτια..
"δώσε..άναψε κι εσύ ένα.."
Σαν να κέρδισε στο λόττο ένοιωσε...φαινόταν..
Καπνίζαμε περιμένοντας τι αποφάσισαν οι μπάτσοι, και μόλις ήρθε ο μπάτσμαν του λέει κοιτώντας λοξά εμένα "εγω τέλω μόνος να πάω με τα πόδια...αυτόν τον φοβάμαι" Δεν χάνει καιρό ο άλλος, τον ξεκλειδώνει απ' το χέρι μου και του βάζει άλλες χειροπέδες, και τον παίρνει και φεύγει, αφήνοντάς με μόνο μου...επιτέεεεεελους γαμώτο!...καθαρός αήρ..φτού! Δεν είχα και καμία μπανάνα να τού 'δινα για το καλό που μού 'κανε.. Μετά απο λίγο, ξανάρχεται ο μπάτσος, "πάμε" μου λέει...και με αμάξι. Άμα ήθελαν ας έκαναν διαφορετικά..
Με βάλανε μέσα στο αυτοκίνητο λοιπόν και με πήγαν στα δικαστήρια λίγο παρακάτω, δεμένο με χειροπέδες σαν τον Πάσαρη. Αναρωτιόμουνα, ρε λες να σκότωσα όντως κανέναν χτές και να έπαθα αμνησία; για το μαχαίρι και μόνο όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια; Αν είναι δυνατόν.. Στις σκάλες που ανέβαινα, ένα σωρό αργόσχολοι να κάθονται και να κοιτάνε τον τρομερό εγκληματία να ανεβαίνει τα σκαλιά έχοντας γύρω του δυό Όργανα..μην πω τι είδους.
Με μπάσανε στον ανακριτή.. Με κοίταξε και μου είπε, "νεαρέ, δεν ξέρω γιατί σε πιάσανε, μα έχω άνωθεν εντολή, να σε στείλω για δικάσιμη. Κάποιος υψηλά ιστάμενος στην πυροσβεστική, που του πήδαγες τη γυναίκα, σε θέλει δεμένο και δεν μπορώ να κάνω τίποτε". Τουλάχιστον ο άνθρωπος ήταν ειλικρινής. Τώρα για δίκαιη δίκη...χλωμό το έβλεπα πλέον..
Μπήκα στην αίθουσα, αλυσοδεμένος ακόμη, και περίμενα σαν τον θανατοποινίτη. Ξάφνου ...η μάννα μου και ο πατέρας μου...να ανοίξει η γης να με καταπιεί.. "Γιατί παιδί μου μας το 'κανες αυτό;"
"Ρε μάννα; τι χαζά με ρωτάς; τι σας έκανα που ακόμα δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ;" "και ποιος ξέρει;" "ρώτα αυτούς εδώ..." και έδειξα τους Bodyguards μου... Πετάγεται ο πατέρας μου και μου λέει,
"φαντάρος πήγες, φυλακή μπήκες, έγινες άντρας τώρα μαλάκα γιε μου"
"Ναι πατέρα, να 'σαι καλά αλά μην το συνεχίζεις, γιατί θα μαλώσουμε άγρια...εντάξει;"
"Πως μιλάς ρε έτσι στον πατέρα σου;" πετάχτηκε ο δεξιός γορίλας...και πριν προλάβω να μιλήσω ακούω την φωνή του πατέρα μου να του λέει..
"Μην ανακατεύεσαι στα οικογενειακά μου, δεν σου ζήτησε κανένας να κάνεις τον δικηγόρο, ο γιος μου, θα μου μιλάει όπως θέλει" (που να αγιάσει και ζωή να 'χει). Το βούλωσε ο τάχα μου ντεμέκ.
Ξαφνικά έρχεται ένας με γένια, δυό μέτρα δέντρο και λέει στα γοριλάκια "εγκληματίας είναι και τον έχετε μπροστά στους γονείς του με χειροπέδες;..." "έεεε...ναααα...ξέρετε..."
"Δεν ξέρω τίποτε, είμαι ο δικηγόρος του και να τον λύσετε αυτή τη στιγμή...αμέσως!"
Σαν χεσμένα και τα δυό, μου ξεκλείδωσαν ο καθ 'ένας απο μια χειροπέδα, και αρχίσανε τις ευγένειες...
"θέλεις καφέ; κανένα σάντουϊτς; να καπνίσεις;"
"ναι, και καφέ, και σάντουϊτς και να καπνίσω, και μην σας πω τι ακόμα θα ήθελα.."
"και δεν μας το λες τόση ώρα μωρέ Νίκο μας..."
"ρε μη χεστούμε μαϊμούνια...που θα με δουλέψετε κι απο πάνω..."
Ήρθε η ώρα της δίκης... Στο προεδρείο μια ηλικιωμένη κυρία, κακιασμένη όσο δεν πάει άλλο, να προσπαθεί να μου αποδείξει πως είμαι ο δολοφόνος με το πριόνι, και που τριγυρνάω με το σπαθί του Σαμουράϊ στο χέρι, και ωχ αμάν γιαταγάνι ήτανε...
"Κυρία πρόεδρος, δεν το είχα πάνω μου, δώρο είναι, στο αμάξι μου ξεχασμένο ήταν και..."
"Σκασμός! φονιάδες..."
Α! δεν θα τα πάμε καθόλου καλά μ' αυτήνανε, σκεύτηκα..
"Δεν χρειάζομαι μαχαίρι κυρά μου, έχω τα χέρια μου, το αριστερό μου σκοτώνει, κι απ' το δεξί μου φοβάμαι ο ίδιος...τι να τα κάνω τα μαχαίρια μου λέτε; Αν είναι έτσι, ο μισός πληθυσμός πρέπει να μπει φυλακή, όλοι κάτι κουβαλάνε στο αμάξι τους"
"Εσένα πιάσαμε..."
"Α! κατάλαβα..με το ζόρι εγκληματίας"
"Πως το 'πατε αυτό;"
"Εγω το 'πα; εσείς το πάτε εκεί..."
"Έξι μήνες φυλακή, πληρωτέα"
Τζάμπα πράμα δηλαδή, τόση ήταν η ανώτερη ποινή. Τότε θυμήθηκα τον εισαγγελέα...κάτι ήξερε. Το γελοίο της ιστορίας είναι πως η ποινή εκείνη, μου λερώνει ακόμη και σήμερα το ποινικό μητρώο μου, ύστερα απο 18 σχεδόν χρόνια έντιμου βίου, με βραβεία στο εξωτερικό και διακρίσεις, στην ίδια μου την πατρίδα είμαι εγκληματίας με λερωμένο και βεβαρυμένο ποινικό μητρώο...ρε δεν γαμιέστε..
Να μου ζήσεις Ελλαδιστάν, με την δικαιοσύνη και την αξιοκρατία σου. Για τους λίγους είσαι μάννα, για τους υπόλοιπους πόρνη και μητριά.. Πήρα μετά απο 2 εβδομάδες τότε των ομματιών μου για τη Γερμανία, κι έριξα πίσω μου μαύρη πέτρα, αποφασισμένος να μην ξαναπατήσω ούτε δεμένος...αρκετά!...
Σ.Ι.Χ.Α.Θ.Η.Κ.Α. Άϊ σιχτίρ με τους γελοίους!
( Τ.Ε.Λ.Ο.Σ...)
Θα ήθελα να σε διαβάζω σε βιβλίο μια ημέρα, είσαι χάρμα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω με αγωνία την συνέχεια.
Κατερίνα Μιχαλοπούλου
Αθήνα-Περιστέρι
Καταλαβαίνω απόλυτα την πικρία σου, ίσως θα έπρεπε όμως πάλι να το ξανασκευτείς. Συνήθως όταν συγχωρείς τους φταίχτες εξιλεώνεσαι εσυ ο ίδιος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο πεζό σου πάντως είναι καταπληκτικό σαν κείμενο, σαν δομή και περιεχόμενο, αφηγηματικό και πολύ εκφραστικό.
Να περνάς καλά στον Καναδά
Είσαι κορυφή. Υποκλίνομαι. Όλα τα λεφτά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπλά γαμάς. Οπως τα λες είναι για την Ελλάδα. Οχι ακριβώς για την Ελλάδα ..αλλά για τους Έλληνες που έχουν καεί εντελώς..
ΑπάντησηΔιαγραφήΓαμάτο το story..
Καλά έριξα ΤΟ γέλιο, μα και με συγκίνησες ταυτόχρονα μιας και έχω κάνει κι εγώ αυτόφωρο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια Νικόλα.
Νίκο, όπως σου έγραψε και η φίλη, πάνω-πάνω,γράφεις ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ, με αμεσότητα και νοστιμάδα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι, αξίζει να μπεις στη διαδικασία να τα βγάλεις όλα τούτα σ' ένα βιβλίο.
Έχεις ακόμα μια πολύ-πολύ καλή λαϊκή φωνή, που 'ρχεται κατευθείαν απ την εποχή του Γαβαλά, του Χατζηαντωνίου,αλλά και του Στελάκη-παλιότερα.
Αυτά τα ολίγα και με την υπενθύμιση ότι άλλο η Ελλάδα κι άλλο οι κρετίνοι που τυχαίνει να βρεθούν στο διάβα μας...
Πάντως, μια κι έζησα εκεί κοντά στον Καναδά, σε μια βορειοανατολική πολιτεία των ΗΠΑ,μπορώ να καταλάβω τις συγκρίσεις που κάνει κάποιος έλληνας, σε καθημερινή βάση,κι αποφασίζει να μην ξαναπατήσει το ποδάρι του στο μίζερο γενέθλιο τόπο...Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό αυτό, έτσι συμβαίνει!Δυστυχώς...
Ελλάδα, η μάννα που γεννά, και πνίγει τα παιδιά της!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌποιος το έγραψε, ήξερε τι έλεγε..
Νίκο μου να’μαι ειλικρινής γέλασα με την ιστορία αν και καταλαβαίνω ότι όταν σου συνέβαινε μόνο αστεία δεν ήταν.
ΑπάντησηΔιαγραφήυγ. Πάω τώρα πίσω να διαβάσω το σημερινό ποστ
καλά απίστευτη ιστορία και συγγνώμη αλλά ετσι που τα εξιστόρησες μ'εκανες να γελάσω ..με τον πόνο σου. Ελλαδιστάν Τουρκιστάν.. κι οπως είπες η Ελλάδα μόνη πνήγει τα παιδιά της, αυτό το είπε όλα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤην φράση που λένε: "ού μπλέξεις" την έχεις ακουστά? Εσύ όχι μόνο έμπλεξες αλλά το έκανες με τον χειρότερο τρόπο που θα μπορούσε να συμβεί βάζοντας απεναντί σου Μπάτσους και Πυροσβεστες. Τα Σώματα Ασφαλείας δηλαδη και το λουρί της μάνας. Απο την άλλη σχετικά με την ποινή που παραμένει στο ποινικό μητρώο σου υπάρχει μια άλλη φράση που χρησιμοποιούν δικαστές και μπάτστοι: "μια φορά ένοχος για πάντα ένοχος". Καλά έκανες και τους μούτζωσες και έριξες μαύρη πέτρα πίσω σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλά τα λες. Και καλώς έφυγες. ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΧΩΡΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Παναγία φίλε ανώνυμε, ανήκει στα ιερά και όσια (έστω για κάποιους). Στη χώρα αυτή, δεν θα βρείς Ιερό και όσιο. Βρίσε κάτι άλλο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤυχαία βρήκα αυτήν την ανάρτησή σου και κάθισα να την διαβάσω τρείς φορές. Κάθε φορά που την διάβαζα, ήταν σαν να είναι η πρώτη. Απο τα καλύτερα κείμενα που διάβασα σε ελληνικό ιστολόγιο φίλε ΑΑΤΟΝ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣταθάκος Στέλιος
Φίλε ΑΑΤΟΝ όλοι έχουμε να διηγηθούμε μια παράλογη και παράδοξη εμπειρία απο τις στενές επαφές τρίτου τύπου με τα αγαπημένα μας όργανα της τάξης,αλλά η δική σου περιγραφή χτύπησε κόκκινο.
ΑπάντησηΔιαγραφή*** Στέλιο, όπως βλέπεις, κάποιες καταστάσεις μας κάνουν 'συγγραφείς' με το στανιό. Ουδέν κακόν αμιγές καλού λοιπόν :)
ΑπάντησηΔιαγραφή*** xristin, σε ευχαριστώ που κάθησες και την διάβασες ως το τέλος :)